μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ἐσχατόμοιρος, -ον (Α)αυτός που έχει την έσχατη μοίρα, το έσχατο μερίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + -μοιρος < μοίρα (πρβλ. ά-μοιρος, μεμψί-μοιρος)].