ἑρπήν

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

German (Pape)

[Seite 1034] ῆνος, ὁ, = ἕρπης, VLL.; nach E. M auch ἑρπήνη, vgl. Lob. Aglaoph. 1087.

Greek Monolingual

ἑρπήν, ὁ (Α)
ασθένεια του δέρματος, βλ. έρπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπω. Αναλογικός σχηματισμός κατά το λειχήν.