ἑρπήν
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1034] ῆνος, ὁ, = ἕρπης, VLL.; nach E. M auch ἑρπήνη, vgl. Lob. Aglaoph. 1087.
Greek Monolingual
ἑρπήν, ὁ (Α)
ασθένεια του δέρματος, βλ. έρπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπω. Αναλογικός σχηματισμός κατά το λειχήν.
[Seite 1034] ῆνος, ὁ, = ἕρπης, VLL.; nach E. M auch ἑρπήνη, vgl. Lob. Aglaoph. 1087.
ἑρπήν, ὁ (Α)
ασθένεια του δέρματος, βλ. έρπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπω. Αναλογικός σχηματισμός κατά το λειχήν.