εὐδιαχώρητος
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
ον, of food,
A easy to digest and pass, Xenocr.31, cf. Ruf.Interrog.40: Comp., Arist.Pr.927b22.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht durchgehend, leichten Stuhlgang befördernd, Xenocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιαχώρητος: -ον, ῥᾳδίως διαχωρῶν, Ξενοκρ. 31. - Συγκρ. εὐδιαχωρητότερος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δυσδιαχωρητότερος, Ἀριστ. Προβλ. 31, 8.
Greek Monolingual
εὐδιαχώρητος, -ον (Α)
(για τροφές) εύπεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α-διαχώρητος, δυσ-διαχώρητος].