εστίαση

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑστίασις) εστιώ
παράθεση γεύματος, συμπόσιο, φίλεμα, φιλοξενία, ευωχία
αρχ.
1. μία από τις τακτικές λειτουργίες της πολιτείας στην αρχαία Αθήνα, δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα που παρείχε ένας πολίτης στους συμφυλέτες του
2. φρ. α) «λόγων ἑστίασις» — συμπόσιο λόγων, Πλάτ.
β) «ἑστίασις συμφορητός» — συμπόσιο που γίνεται με έρανο, Αριστοτ..