ἐπιχαιρεκακία
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ἡ,
A joy over one's neighbour's misfortune, spite, malignity, Arist.EN1107a10, Ph.2.394, Plu.2.91b, etc.
German (Pape)
[Seite 1002] ἡ, Schadenfreude, Arist. Eth. 2, 7; Plut. adv. Stoic. 45 u. öfter. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχαιρεκᾰκία: ἡ, χαρὰ ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 18., 2.7, 15.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιχαιρεκακία)
χαρά, ψυχική ικανοποίηση για το κακό που παθαίνει κάποιος άλλος.