Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
ἐσχαρών (-ῶνος), ὁ (Α) εσχάραεπιγρ. τόπος για τοποθέτηση εσχάρας, εστίας.