ἐσχαρών
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (ἐσχάρα 1) place for a hearth, IG11(2).144 A61 (Delos, iv B.C.), Roussel Cultes Égyptiens 222.
Greek Monolingual
ἐσχαρών (-ῶνος), ὁ (Α) εσχάρα
επιγρ. τόπος για τοποθέτηση εσχάρας, εστίας.