δροσολογώ
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
και -άω (μέσ. -ιέμαι και -ιούμαι)
1. δροσίζω, ραντίζω με δροσιά, υγραίνω
2. γίνομαι δροσερός, φέρνω δροσιά («ο καιρός άρχισε να δροσολογάει»)
3. δροσολογούμαι
αισθάνομαι ευχάριστο αίσθημα δροσιάς.