Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδιάπλαστος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάπλαστος, -ον) διαπλάσσω
αυτός που δεν διαπλάστηκε, που δεν πήρε ακόμη την οριστική του μορφή, αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν επιδέχεται διάπλαση, που δεν πρόκειται ποτέ να πάρει την ανάλογη διάπλαση
2. ο μη διαπλασμένος διανοητικά ή ηθικά, απαίδευτος, αμόρφωτος.