ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
το (Α ἄδυτον) (ουδ. του επιθ. ἄδυτος)1. το εσώτατο μέρος του ναού, όπου η είσοδος επιτρέπεται μόνο στους ιερείς2. (συχνά στον πληθ.) τα άδυτα τών αδύτωνκατάβαθα, τρίσβαθα.