άδυτο

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

το (Α ἄδυτον) (ουδ. του επιθ. ἄδυτος)
1. το εσώτατο μέρος του ναού, όπου η είσοδος επιτρέπεται μόνο στους ιερείς
2. (συχνά στον πληθ.) τα άδυτα τών αδύτων
κατάβαθα, τρίσβαθα.