αζευγάρωτος
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
-η, -ο ζευγαρώνω
1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος
2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος
3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος.