αεροσκυρόδεμα
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
Greek Monolingual
ή αερομπετόν ή αεριομπετόν ή κυψελομπετόν, το τεχνολ.
σκυρόδεμα που περιέχει ουσίες, οι οποίες ελευθερώνουν αέρια με χημικές αντιδράσεις.