αεροσκυρόδεμα

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

ή αερομπετόν ή αεριομπετόν ή κυψελομπετόν, το τεχνολ.
σκυρόδεμα που περιέχει ουσίες, οι οποίες ελευθερώνουν αέρια με χημικές αντιδράσεις.