αερολογία
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
Greek Monolingual
(I)
η αερολόγος
συνήθως στον πληθ. οι αερολογίες
λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, άσκοπη φλυαρία, αερόλογα.———————— (II)
η (Μετεωρ.)
κλάδος της Μετεωρολογίας, στον οποίο μπορούν να υπαχθούν όλες οι μελέτες της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή του τμήματος της ατμόσφαιρας που εκτείνεται πάνω από το οριακό επιφανειακό στρώμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, -έρος + -λογία, πρβλ. γαλλ. aerologie.
ΠΑΡ. αερολογικός].