εὕρετρα
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
τά,
A reward given to finder of lost property, Ulp.in Dig. 47.2.43.
Greek Monolingual
τα (ΑΜ εὕρετρα, τὰ και σπαν. εν. εὕρετρον, τὸ)
η αμοιβή που καταβάλλεται σε κάποιον ο οποίος βρήκε κάτι από αυτόν που το είχε χάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευρε- (του ευρίσκω) + κατάλ. -τρα (πρβλ. δίδακ-τρα, εξέτασ-τρα)].