αιματοβαμμένος
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
Greek Monolingual
και ματοβαμμένος, -η, -ο αιματοβάφω
1. ο βαμμένος στο αίμα
2. κατακόκκινος
3. αυτός που βαρύνεται με πολλούς φόνους, αιμοσταγής, κακούργος.