Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακατασκεύαστος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατασκεύαστος, -ον) κατασκευάζω
αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος
αρχ.
1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία
«ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6)
2. αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ο αδιάπλαστος
«ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (βλ. ακατάσκευος)
4. αστόλιστος, ανεπιτήδευτος, απλός (βλ. ακατάσκευος).