Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άφτιαχτος

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

και -γος και -στος και άφκιαγος, -η, -ο
1. αυτός που δεν φτιάχτηκε ή που δεν μπορεί να φτιαχτεί, ακατασκεύαστος, ανεκτέλεστος
2. ακαλλώπιστος, ασυγύριστος.