ημερομίσθιος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που εργάζεται με ημερήσιο μισθό, ο μεροκαματιάρης («ημερομίσθιοι εργάτες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ημερομίσθιο
α) η αμοιβή για ημερήσια εργασία, το μεροκάματο
β) η εργασία μιας ημέρας («θα χρειαστούν πολλά ημερομίσθια για να τελειώσει το έργο αυτό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + μίσθιος «μισθωτός» (< μισθός)].