θάβακος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
θάβακος: (θάϝακος) θᾶκος, Ἡσύχ.
θάβακος, ό (Α)
θάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η γλώσσα του Ησυχίου θάβακος διασώζει τον αρχικό τ. θαFακος, από τον οποίο προέκυψε με συναίρεση ο τ. θάκος].