θάβακος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek (Liddell-Scott)

θάβακος: (θάϝακος) θᾶκος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θάβακος, ό (Α)
θάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η γλώσσα του Ησυχίου θάβακος διασώζει τον αρχικό τ. θαFακος, από τον οποίο προέκυψε με συναίρεση ο τ. θάκος].