ζεύξη

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

Greek Monolingual

η (AM ζεῡξις)
1. η τοποθέτηση του ζυγού στα δύο υποζύγια
2. ο τρόπος σύνδεσης στον ζυγό
3. η σύνδεση με γέφυρα («πᾱσαν τὴν ζεῡξιν τοῡ Βοσπόρου», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(στην ξιφασκία) η διασταύρωση τών ξιφών έτσι ώστε οι λεπίδες τους να αγγίζουν η μία την άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζεύκ-σις < ζευγ-σις < ζεύγνυμι
πρβλ. αρχ. ινδ. (pra-)yukti-].