ἡμικοτύλη
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A half-κοτύλη, POxy.1142.2 (iii A.D.), v.l. in Hp.Nat.Mul.107, Hero Spir.2.30.
German (Pape)
[Seite 1168] ἡ, eine halbe κοτύλη, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικοτύλη: ῠ, ἡ, ἡμίσεια κοτύλη, Ἱππ. 586. 8.
Greek Monolingual
ἡμικοτύλη, ἡ (Α)
μισή κοτύλη, μέτρο χωρητικότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κοτύλη.