ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ἡμιωβολιαῑος, -α, -ον (Α) ημιώβολο1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού.