Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
[Seite 1168] halb gesagt, Theophyl.
ἡμίλεκτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λεχθείς, λόγος Θεοφύλ.
ἡμίλεκτος, -ον (Μ)
αυτός που ελέχθη κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λεκτός (< λέγω)].