ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
ἡμικατάλυτος, -ον (Μ)
αυτός που καταλύθηκε κατά το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κατά-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, ευ-κατά-λυτος].