ἡνιοποιεῖον
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
τό,
A saddler's shop, X.Mem.4.2.8.
German (Pape)
[Seite 1172] τό, Sattlerwerkstatt, Xen. Hem. 4, 2, 8. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοποιεῖον: τό, ἐργαστήριον χαλινῶν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier de sellerie (propr. de bride).
Étymologie: ἡνία, ποιέω.
Greek Monolingual
ἡνιοποιεῑον, τὸ (Α) ηνιοποιός
εργαστήριο κατασκευής χαλινών.