διάσταλσις
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
εως, ἡ,
A arrangement, compact, LXX 2 Ma.13.25. II = διαστολή, perh. to be read in Gal.8.736 for διάστασις.
Greek (Liddell-Scott)
διάσταλσις: -εως, ἡ, συνεννόησις, συνθήκη, Ἑβδ. (2 Μακκ. ιγ΄, 25).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ tratado, pacto LXX 2Ma.13.25.
Greek Monolingual
διάσταλσις, η (Α)
συνεννόηση, συμφωνία.