ετοιμόφθορος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128

Greek Monolingual

ἑτοιμόφθορος, -ον (Α)
(με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, που φθείρεται εύκολα («ὁ στάχυςἑτοιμόφθορος», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ναύ-φθορος «ναυαγός»].