θυραυλώ

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source

Greek Monolingual

θυραυλῶ, -έω (Α) θύραυλος
1. αυλίζομαι στο ύπαιθρο, ζω ή μένω στο ύπαιθρο
2. ζω σε στρατόπεδο, σε στρατιωτικό καταυλισμό
3. (για εραστές) περνώ τη νύχτα μπροστά στην πόρτα της ερωμένης.