ιθαγένεια

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα που έχει ένα άτομο να ανήκει στον λαό ενός ορισμένου κράτους ή, διαφορετικά, ο θεσμός που συνδέει το άτομο με το κράτος στο οποίο ανήκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. nationalite < national «εθνικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Παύλο Καλλιγά].