θεοπάτωρ

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπάτωρ Medium diacritics: θεοπάτωρ Low diacritics: θεοπάτωρ Capitals: ΘΕΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: theopátōr Transliteration B: theopatōr Transliteration C: theopator Beta Code: qeopa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ,

   A son of God, title of Parthian kings, BMus.Cat.Coins Parthia p.16, al.

German (Pape)

[Seite 1197] ορος, ὁ, Gott Vater, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπάτωρ: -ορος, ὁ, πατὴρ τοῦ θεοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐπὶ τοῦ Δαβίδ, Ἐκκλ.∙ - οὐσιαστ. θεοπατορία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 236, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

θεοπάτωρ, -ορος, ὁ (AM)
(για τον Δαβίδ και τους γονείς της θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο πατέρας του θεού, ο πρόγονος του θεού
αρχ.
ο γιος του θεού, τίτλος των βασιλέων τών Πάρθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α-πάτωρ, βροντο-κεραυνο-πάτωρ.