ἴαμνοι
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
English (LSJ)
ων, οἱ,= foreg., Nic.Th.30,al.; glossed by θάμνοι, κοῖται, νομοί, Hsch. (ἴαμβοι cod.).
German (Pape)
[Seite 1233] οἱ, = ἰαμεναί, Niederungen, χλοάοντες Nic. Th. 30, θρυόεντες Αἰγύπτου ib. 200, λάσιοι 901; auch Nonn. D. 12, 346.