ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ἐκπροφεύγω (Α)1. φεύγω μακριά από κάποιον2. ξεφεύγω, διαφεύγω.