Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
-ή, -ό καθίζω1. καθήμενος, καθισμένος, αυτός που κάθεται2. (για πάσσαλο, δοκάρι κ.λπ.) ο μπηγμένος κάπου κάθετα.