καιετάεις

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καιετάεις Medium diacritics: καιετάεις Low diacritics: καιετάεις Capitals: ΚΑΙΕΤΑΕΙΣ
Transliteration A: kaietáeis Transliteration B: kaietaeis Transliteration C: kaietaeis Beta Code: kaieta/eis

English (LSJ)

καιέτας, καιετός, v. sub καιάδας.

German (Pape)

[Seite 1294] εσσα, εν (vgl. καιάδας, καίατα), reich an Erdschlünden; so las Zenodot. für κητώεσσα (w. m. s.), vgl. Buttm. Lexil. II p. 95. Bei Callim. frg. 224 Beiw. des Eurotas, durch καλαμινθώδης erkl.

Greek (Liddell-Scott)

καιετάεις: καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. καιάδας.

French (Bailly abrégé)

άεσσα, άεν;
aux vallées profondes.
Étymologie: cf. καιάδας.

Greek Monolingual

καιετάεις, -εσσα, -εν (Α) καιετός
ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.).