καβαλέτο
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
το
1. ξύλινο συνήθως στήριγμα, ρυθμιζόμενου ύψους, πάνω στο οποίο τοποθετούνται οι ζωγραφικοί πίνακες κατά τη φιλοτέχνησή τους ή στις εκθέσεις ζωγραφικής, ο ακρίβας
2. τεχνολ. ικρίωμα ή κατασκευή που χρησιμεύει για τη στήριξη αντικειμένων προς κατεργασία ή ως πρόχειρη εξέδρα εργασίας
3. (για έγχορδα) όρθιο ξύλινο πλακίδιο πάνω στο οποίο τεντώνονται οι χορδές, αλλ. μαγάς, καβαλάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cabaletto «αλογάκι», υποκορ. της λ. cavallo «άλογο»].