Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
ο
ανατ. ο μυς του σώματος ο οποίος, όταν συστέλλεται, έλκει προς τα κάτω το μόριο εκείνο του σώματος που βρίσκεται κάτω απ' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθέλκω. Η λ., στον λόγιο τ. καθελκτήρ, μαρτυρείται από το 1836 στον Δημήτριο Α. Μαυροκορδάτο].