ισονομία

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek Monolingual

η (Α ἰσονομία, ιων. τ. ἰσονομίη) ισόνομος
ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, πολιτική ισότηταἰσονομία ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας και ἀνδράσι πρὸς γυναῑκας», Πλάτ.)
αρχ.
ίση διανομή, ίσο μερίδιο, αναλογία, ισορροπία.