ιχθυοκόμος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
ὁ, ἡ
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ιχθυοκομία, ιχθυοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -κόμος (< κομῶ «ασχολούμαι»), πρβλ. ιππο-κόμος, μελισσο-κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].