ἐμφορτίζομαι

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφορτίζομαι Medium diacritics: ἐμφορτίζομαι Low diacritics: εμφορτίζομαι Capitals: ΕΜΦΟΡΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: emphortízomai Transliteration B: emphortizomai Transliteration C: emfortizomai Beta Code: e)mforti/zomai

English (LSJ)

Med., = sq., metaph.,

   A πολὺν τῇ γαστρὶ κόρον Onos. 12.2.    II Pass., to be laden, ἱκανῶς ἐμπεφορτισμένος Timae.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.98.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφορτίζομαι: παθ., φορτώνομαι, Θ. Πρόδρ. παρ’ Elberling 6. σ. 253· ἴδε ἐκφορτίζομαι.

Spanish (DGE)

1 traficar con mercancías en v. pas., fig. de pers. ser objeto de mercadeo ἐξημπόλημαι κἀμπεφόρτισμαι S.Ant.1036.
2 cargar ναῦν Aesop.223, en v. pas. ἱκανῶς ἐμπεφορτισμένος Timaeus en Cat.Cod.Astr.1.98.1
c. ac. de la carga ὥστε μὴ πολὺν ἐμφορτίσασθαι τῇ γαστρὶ κόρον Onas.12.2, en v. pas. (ὄνος) σπόγγους ἐμπεφορτισμένος Aesop.191, part. subst. τινῶν τῶν ... ἐμπεφορτισμένων τῇ νηί de algunos de los fardos cargados en la nave Ps.Nonn.Comm.in Or.4.29
fig. εἰς ἑαυτὸν τὴν κτίσιν ὁ πλάνος ἐμφορτισάμενος cargando para sí la creación el engañador, e.e. el diablo Sud.s.u. Ἀδάμ (p. 44.39).

Greek Monolingual

ἐμφορτίζομαι (AM)
1. δέχομαι, παίρνω ως φορτίο, αναδέχομαι, φορτώνομαι
2. υπερπληρώνομαι, υπερφορτώνομαι.