ἐξάραγμα

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάραγμα Medium diacritics: ἐξάραγμα Low diacritics: εξάραγμα Capitals: ΕΞΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: exáragma Transliteration B: exaragma Transliteration C: eksaragma Beta Code: e)ca/ragma

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό,

   A = σύντριμμα, Hp. ap. Gal.19.98.

German (Pape)

[Seite 871] τό, das Herausgeschlagene, der Splitter, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάραγμα: τό, «σύντριμμα» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 466.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. fractura, rotura Hp. en Gal.19.98, Ruf.Interrog.60.

Greek Monolingual

ἐξάραγμα, το (Α) εξαράσσω
αυτό που προήλθε από θραύση, το θραύσμα, το σύντριμμα.