καλαφατίζω

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek (Liddell-Scott)

καλαφατίζω: ἐκαλαφάτισα, -ίσθην, -σμένος, ὡς καὶ νῦν, Νικήτ. Χων. 717, 24, πρβλ. τὸ Ἰταλ. calafatare

Greek Monolingual

καλαφατίζω) καλαφάτης
φράζω με στουπί ή πίσσα τις χαραμάδες μεταξύ τών σανίδων ή τα ρήγματα πλοίου ή βαρελιού, επισκευάζω πλοίο ή βαρέλι
νεοελλ.
μτφ. συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική μίξη, οχεύω.