ἐπιτράπεζος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον, = foreg. I,
A τὰ ἐ. σκεύη Thphr.Lap.42.
German (Pape)
[Seite 995] dass., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτράπεζος: -ον, = τῷ προηγ., σκεύη Θεοφρ. περὶ Λίθων 42.
Greek Monolingual
ἐπιτράπεζος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που λέγεται στο τραπέζι
αρχ.
επιτραπέζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράπεζα.