έρμαιο

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source

Greek Monolingual

το (AM ἕρμαιον)
μσν.- νεοελλ.
οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων»)
νεοελλ.
κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή εκβράζεται στην ακτή (συντρίμμια από ναυάγιο, κοχύλια κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
ανέλπιστο, θεόπεμπτο δώρο, απροσδόκητη τύχη
αρχ.
1. δώρο του θεού Ερμή
2. ο έρμαξ
3. τύμβος
4. το φυτό αλόη
5. στον πληθ. τὰ ἕρμαια
αγωνιστικές γιορτές νέων που γίνονταν προς τιμήν του Ερμή
6. τὸ Ἕρμαιον
ιερό του Ερμή
7. φρ. «κοινὸν τὸ ἕρμαιον» — πράγμα που βρίσκουν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερμα- (του Ερμής) + -ιόν].