καμάκι
From LSJ
Greek Monolingual
το (Μ καμάκι)
1. νεοελλ. αλιευτικό εργαλείο αποτελούμενο από μακρύ κοντάρι που έχει στερεωμένη στο ένα άκρο σιδερένια περόνη ή βέλος
2. μτφ. η προσπάθεια ερωτύλων να προσελκύσουν μια γυναίκα («μού έκανε καμάκι»)
3. (κατ' επέκτ.) άνδρας, συνήθως νεαρός, που αρέσκεται να προσελκύει γυναίκες με επιπόλαιο και ανόητο τρόπο («στην παραλία μαζεύτηκαν όλα τα καμάκια»)
μσν.
μικρό ραβδί, κοντάρι, πάσσαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάκιον, υποκορ. του κάμαξ, -ακος.
ΠΑΡ. μσν. καμακεύω
μσν.- νεοελλ.
καμακιά
(νεολλ.) καμακάς, καμακίζω, καμακώνω].