κακιώνω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

και κακιώνομαι κακία
1. θυμώνω, οργίζομαι, δυσαρεστούμαι, ψυχραίνομαι με κάποιον, κατεβάζω μούτρα
2. παροιμ. α) «κάκιωσ' ο καλόγερος κι έκαψε τα ρούχα του» — για αυτόν που εξοργίζεται και βλάπτει τον εαυτό του, επειδή δεν μπορεί να βλάψει εκείνον που του φταίει
β) «κάκιωσε ο μπάκακας κι η λίμνη δεν το ξέρει» — για ανθρώπους ανάξιους λόγου που ο θυμός τους δεν συγκινεί κανέναν.