κάρκαδο

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457

Greek Monolingual

και κάκαδο και κακάδι, το
το επίστρωμα πληγής «κρούστα, η εσχάρα της πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάκαδο].