ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
καταγνωμονῶ, -έω (Μ)κάνω κάτι χωρίς κρίση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγνωμονῶ (< ἀγνώμων «αλόγιστος, απερίσκεπτος»)].