παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
κατακόκκινος1. γίνομαι κόκκινος κυρίως από ντροπή ή θυμό2. προσδίδω σε κάτι έντονο κόκκινο χρώμα.