κατάκλεισις

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκλεισις Medium diacritics: κατάκλεισις Low diacritics: κατάκλεισις Capitals: ΚΑΤΑΚΛΕΙΣΙΣ
Transliteration A: katákleisis Transliteration B: katakleisis Transliteration C: katakleisis Beta Code: kata/kleisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shutting up, closing, Gal.19.445.    II completion, Nicom. ap. Theol.Ar.43.    III beam resting on the pillars of the Χελώνη, Ath. Mech.18.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, das Zuschließen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλεισις: -εως, ἡ, τὸ κατακλείειν, ἡ ἐντελὴς κλεῖσις, Γαλην.

Greek Monolingual

κατάκλεισις, ἡ (AM) κατακλείω
μσν.
ο περιορισμός σε έναν χώρο, η φυλάκιση
αρχ.
1. το κλείσιμο
2. η αποπεράτωση, το τελείωμα
3. δοκάρι που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης».