ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
καταδοκῶ, -έω (Α)
1. υποθέτω, υποψιάζομαι κάτι σε βάρος κάποιου
2. εικάζω
3. παθ. καταδοκοῡμαι, -έομαι
α) μέ υποψιάζονται
β) αναγνωρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δοκῶ «νομίζω»].